- ξεδικιωτής
- οο εκδικητής, ο τιμωρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεδικιωτής — ο [ξεδικιούμαι] αυτός που παίρνει εκδίκηση, εκδικητής … Dictionary of Greek